- άτροπος
- I
Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.II(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 11,1 από τον Ήλιο.* * *-η, -ο (Α ἄτροπος, -ον)αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους, που συμπεριφέρεται με απρέπειανεοελλ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με κυριότερο είδος την Atropa belladonna (μπελαντόνα), που περιέχει πολύτιμες φαρμακευτικές ουσίεςαρχ.1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος2. άκαμπτος, αδυσώπητος3. (για γη) ακαλλιέργητος4. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἄτροποςη μία από τις τρεις Μοίρες5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἄτρεπτατο πεπρωμένο.
Dictionary of Greek. 2013.